περιπτέρνια

περιπτέρνια
περιπτέρνια
joints
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιπτέρνιον — τὸ, Α 1. αυτό που βρίσκεται γύρω από την φτέρνα 2. στον πληθ. τὰ περιπτέρνια μεταλλικοί αρμοί οι οποίοι συνέδεαν το άκρο τού αγκώνα ενός καταπέλτη με τον αεροθάλαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πτέρνα + επίθημα ιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”